κατσαρομάλλης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]κατσαρομάλλης • (katsaromállis) m (feminine κατσαρομάλλα or κατσαρομαλλούσα, neuter κατσαρομάλλικο)
Declension
[edit]Declension of κατσαρομάλλης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κατσαρομάλλης • | κατσαρομάλλα • / κατσαρομαλλούσα • | κατσαρομάλλικο • | κατσαρομάλληδες • | κατσαρομάλλες • / κατσαρομαλλούσες • | κατσαρομάλλικα • |
genitive | κατσαρομάλλη • | κατσαρομάλλας • / κατσαρομαλλούσας • | κατσαρομάλλικου • | κατσαρομάλληδων • | — | κατσαρομάλλικων • |
accusative | κατσαρομάλλη • | κατσαρομάλλα • / κατσαρομαλλούσα • | κατσαρομάλλικο • | κατσαρομάλληδες • | κατσαρομάλλες • / κατσαρομαλλούσες • | κατσαρομάλλικα • |
vocative | κατσαρομάλλη • | κατσαρομάλλα • / κατσαρομαλλούσα • | κατσαρομάλλικο • | κατσαρομάλληδες • | κατσαρομάλλες • / κατσαρομαλλούσες • | κατσαρομάλλικα • |
Further reading
[edit]- κατσαρομάλλης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language