κοφτερός
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Byzantine Greek κοπτερός (kopterós), from κόπτω (kóptō, “to cut”).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]κοφτερός • (kofterós) m
Declension
[edit]Declension of κοφτερός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κοφτερός • | κοφτερή • | κοφτερό • | κοφτεροί • | κοφτερές • | κοφτερά • |
genitive | κοφτερού • | κοφτερής • | κοφτερού • | κοφτερών • | κοφτερών • | κοφτερών • |
accusative | κοφτερό • | κοφτερή • | κοφτερό • | κοφτερούς • | κοφτερές • | κοφτερά • |
vocative | κοφτερέ • | κοφτερή • | κοφτερό • | κοφτεροί • | κοφτερές • | κοφτερά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κοφτερός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κοφτερός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Further reading
[edit]- κοφτερός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language