λευκός νάνος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]λευκός νάνος • (lefkós nános) m (plural λευκοί νάνοι)
Further reading
[edit]- λευκός νάνος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
λευκός νάνος • (lefkós nános) m (plural λευκοί νάνοι)