μαγικός
Greek
Etymology
From μάγος (mágos) + -ικός (-ikós).
Pronunciation
Adjective
μαγικός • (magikós) m (feminine μαγική, neuter μαγικό)
Declension
Declension of μαγικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαγικός • | μαγική • | μαγικό • | μαγικοί • | μαγικές • | μαγικά • |
genitive | μαγικού • | μαγικής • | μαγικού • | μαγικών • | μαγικών • | μαγικών • |
accusative | μαγικό • | μαγική • | μαγικό • | μαγικούς • | μαγικές • | μαγικά • |
vocative | μαγικέ • | μαγική • | μαγικό • | μαγικοί • | μαγικές • | μαγικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μαγικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μαγικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαγικότερος • | μαγικότερη • | μαγικότερο • | μαγικότεροι • | μαγικότερες • | μαγικότερα • |
genitive | μαγικότερου • | μαγικότερης • | μαγικότερου • | μαγικότερων • | μαγικότερων • | μαγικότερων • |
accusative | μαγικότερο • | μαγικότερη • | μαγικότερο • | μαγικότερους • | μαγικότερες • | μαγικότερα • |
vocative | μαγικότερε • | μαγικότερη • | μαγικότερο • | μαγικότεροι • | μαγικότερες • | μαγικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο μαγικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαγικότατος • | μαγικότατη • | μαγικότατο • | μαγικότατοι • | μαγικότατες • | μαγικότατα • |
genitive | μαγικότατου • | μαγικότατης • | μαγικότατου • | μαγικότατων • | μαγικότατων • | μαγικότατων • |
accusative | μαγικότατο • | μαγικότατη • | μαγικότατο • | μαγικότατους • | μαγικότατες • | μαγικότατα • |
vocative | μαγικότατε • | μαγικότατη • | μαγικότατο • | μαγικότατοι • | μαγικότατες • | μαγικότατα • |