μαλακισμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of μαλακίζομαι (malakízomai), a passive deponent verb. From Ancient Greek μαλακίζομαι (malakízomai, “I show weakness, cowrdice”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]μαλακισμένος • (malakisménos) m (feminine μαλακισμένη, neuter μαλακισμένο)
- (colloquial, vulgar, literally) drowsy/lethargic from excessive masturbation
- (colloquial, vulgar, figuratively, mostly used like a noun) fucking, cunting, bloody; imbecilic, moronic, braindead
- Τι θέλει αυτός ο μαλακισμένος και μας ενοχλεί συνεχώς;
- Ti thélei aftós o malakisménos kai mas enochleí synechós?
- What does that fucking idiot want, always bothering us?
Declension
[edit]Declension of μαλακισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαλακισμένος • | μαλακισμένη • | μαλακισμένο • | μαλακισμένοι • | μαλακισμένες • | μαλακισμένα • |
genitive | μαλακισμένου • | μαλακισμένης • | μαλακισμένου • | μαλακισμένων • | μαλακισμένων • | μαλακισμένων • |
accusative | μαλακισμένο • | μαλακισμένη • | μαλακισμένο • | μαλακισμένους • | μαλακισμένες • | μαλακισμένα • |
vocative | μαλακισμένε • | μαλακισμένη • | μαλακισμένο • | μαλακισμένοι • | μαλακισμένες • | μαλακισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μαλακισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μαλακισμένος, etc.) |
Synonyms
[edit]- (fucking, cunting): καταραμένος (kataraménos, “cursed, blasted, damned”), γαμημένος (gamiménos, “fucking, bloody”)
Related terms
[edit]Categories:
- Greek terms inherited from Ancient Greek
- Greek terms derived from Ancient Greek
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek non-lemma forms
- Greek participles
- Greek lemmas
- Greek passive perfect participles
- Greek colloquialisms
- Greek vulgarities
- Greek terms with usage examples
- Greek adjectives in declension ος-η-ο