μειονότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from μείον (meíon, “minus”) + -ότητα (-ótita) (Katharevousa: μειονότης (meionótis)), calque of French minorité. Created in analogy to πλειονότητα (pleionótita).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]μειονότητα • (meionótita) f (plural μειονότητες)
- (demography, sociology) minority group, minority (a group that forms only a small part of the population, whether it be for ethnic or other reasons)
- εθνοτική μειονότητα ― ethnotikí meionótita ― ethnic minority
- (rare) minority (any subgroup that does not form a numerical majority)
- Synonym: μειοψηφία f (meiopsifía)
- Antonyms: πλειονότητα f (pleionótita), πλειοψηφία f (pleiopsifía)
Declension
[edit]Declension of μειονότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μειονότητα • | μειονότητες • |
genitive | μειονότητας • | μειονοτήτων • |
accusative | μειονότητα • | μειονότητες • |
vocative | μειονότητα • | μειονότητες • |
Related terms
[edit]- μειονοτικός (meionotikós, “of an ethnic minority”)
References
[edit]- ^ μειονότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language