μετακίνηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]μετα- (meta-) + κίνηση (kínisi)
Noun
[edit]μετακίνηση • (metakínisi) f (plural μετακινήσεις)
Declension
[edit]Declension of μετακίνηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | μετακίνηση • | μετακινήσεις • | |
genitive | μετακίνησης • | μετακινήσεων • | |
accusative | μετακίνηση • | μετακινήσεις • | |
vocative | μετακίνηση • | μετακινήσεις • | |
Older or formal genitive singular: μετακινήσεως • |
Related terms
[edit]- see: κινώ (kinó, “to move”)