μεταρρυθμίστρια
Greek
Noun
μεταρρυθμίστρια • (metarrythmístria) f (plural μεταρρυθμίστριες, masculine μεταρρυθμιστής)
- reformer, reformist
- (religion) follower of the Reformation
Declension
Declension of μεταρρυθμίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεταρρυθμίστρια • | μεταρρυθμίστριες • |
genitive | μεταρρυθμίστριας • | — |
accusative | μεταρρυθμίστρια • | μεταρρυθμίστριες • |
vocative | μεταρρυθμίστρια • | μεταρρυθμίστριες • |