μετασχηματιστής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]μετασχηματ- (metaschimat-, “to transform”) + -ιστής (-istís, “-ist, -er”), calque of French transformateur.
Noun
[edit]μετασχηματιστής • (metaschimatistís) m (plural μετασχηματιστές)
Declension
[edit]Declension of μετασχηματιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μετασχηματιστής • | μετασχηματιστές • |
genitive | μετασχηματιστή • | μετασχηματιστών • |
accusative | μετασχηματιστή • | μετασχηματιστές • |
vocative | μετασχηματιστή • | μετασχηματιστές • |