ουράνιος
Jump to navigation
Jump to search
See also: οὐράνιος
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek οὐράνιος (ouránios). By surface analysis, ουρανός (ouranós, “sky, heaven”) + -ιος (-ios).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ουράνιος • (ouránios) m (feminine ουράνια, neuter ουράνιο)
- celestial, heavenly, of or relating to the sky
- (figuratively) divine (beauty)
Declension
[edit]Declension of ουράνιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ουράνιος • | ουράνια • | ουράνιο • | ουράνιοι • | ουράνιες • | ουράνια • |
genitive | ουράνιου • | ουράνιας • | ουράνιου • | ουράνιων • | ουράνιων • | ουράνιων • |
accusative | ουράνιο • | ουράνια • | ουράνιο • | ουράνιους • | ουράνιες • | ουράνια • |
vocative | ουράνιε • | ουράνια • | ουράνιο • | ουράνιοι • | ουράνιες • | ουράνια • |
Related terms
[edit]- see: ουρανός m (ouranós, “sky”)
References
[edit]- ουράνιος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language