περαστικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From περνάω, περνώ (pernáo, pernó, “pass”) + -τικός (-tikós).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]περαστικός • (perastikós) m (feminine περαστική, neuter περαστικό)
- passer-by
- passing, of passage
- Περαστικά πουλιά φαίνεται πως απαντούν την άνοιξη.
- Perastiká pouliá faínetai pos apantoún tin ánoixi.
- Birds of passage are seen in spring.
- ephemeral, brief
- casual
Declension
[edit]Declension of περαστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | περαστικός • | περαστική • | περαστικό • | περαστικοί • | περαστικές • | περαστικά • |
genitive | περαστικού • | περαστικής • | περαστικού • | περαστικών • | περαστικών • | περαστικών • |
accusative | περαστικό • | περαστική • | περαστικό • | περαστικούς • | περαστικές • | περαστικά • |
vocative | περαστικέ • | περαστική • | περαστικό • | περαστικοί • | περαστικές • | περαστικά • |
Derived terms
[edit]- περαστικά (perastiká, “in a passing, brief manner; wish for quick recovery”, adverb)