περιεκτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek περιεκτικός (periektikós), from the combining form περιεκ- (periek-) of περιέχω (periékhō, “to embrace, encompass”) + -τικός (-tikós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]περιεκτικός • (periektikós) m (feminine περιεκτική, neuter περιεκτικό)
Declension
[edit]Declension of περιεκτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | περιεκτικός • | περιεκτική • | περιεκτικό • | περιεκτικοί • | περιεκτικές • | περιεκτικά • |
genitive | περιεκτικού • | περιεκτικής • | περιεκτικού • | περιεκτικών • | περιεκτικών • | περιεκτικών • |
accusative | περιεκτικό • | περιεκτική • | περιεκτικό • | περιεκτικούς • | περιεκτικές • | περιεκτικά • |
vocative | περιεκτικέ • | περιεκτική • | περιεκτικό • | περιεκτικοί • | περιεκτικές • | περιεκτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο περιεκτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο περιεκτικός, etc.) |
Derived terms
[edit]- περιεκτικότητα (periektikótita, “capacity”)
References
[edit]- ^ περιεκτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language