ρευματοδότης
Greek
Noun
ρευματοδότης • (revmatodótis) m (plural ρευματοδότες)
Declension
Declension of ρευματοδότης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ρευματοδότης • | ρευματοδότες • |
genitive | ρευματοδότη • | ρευματοδοτών • |
accusative | ρευματοδότη • | ρευματοδότες • |
vocative | ρευματοδότη • | ρευματοδότες • |
Synonyms
- πρίζα f (príza) (most common term)
See also
πρίζα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el