σκοτεινότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek σκοτεινότης (skoteinótēs), equivalent to σκοτεινός (skoteinós, “dark, obscure”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”).
Noun
[edit]σκοτεινότητα • (skoteinótita) f (plural σκοτεινότητες)
- darkness (quantified)
- Antonym: φωτεινότητα (foteinótita)
- obscurity (visual)
Declension
[edit]Declension of σκοτεινότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σκοτεινότητα • | σκοτεινότητες • |
genitive | σκοτεινότητας • | σκοτεινοτήτων • |
accusative | σκοτεινότητα • | σκοτεινότητες • |
vocative | σκοτεινότητα • | σκοτεινότητες • |
Related terms
[edit]- see: σκοτεινός (skoteinós, “dark, mysterious”, adjective)