σπιρτόκουτο
Greek
Etymology
From σπίρτο (spírto, “match”) + κουτί (koutí, “box”).
Noun
σπιρτόκουτο • (spirtókouto) n (plural σπιρτόκουτα)
Declension
Declension of σπιρτόκουτο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σπιρτόκουτο • | σπιρτόκουτα • |
genitive | σπιρτόκουτου • | σπιρτόκουτων • |
accusative | σπιρτόκουτο • | σπιρτόκουτα • |
vocative | σπιρτόκουτο • | σπιρτόκουτα • |
Related terms
- σπίρτο n (spírto, “matchbox”)