σταχτοτσικνιάς
Greek
Noun
σταχτοτσικνιάς • (stachtotsikniás) m (plural σταχτοτσικνιάδες)
Declension
declension of σταχτοτσικνιάς
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | σταχτοτσικνιάς • | σταχτοτσικνιάδες • |
genitive | σταχτοτσικνιά • | σταχτοτσικνιάδων • |
accusative | σταχτοτσικνιά • | σταχτοτσικνιάδες • |
vocative | σταχτοτσικνιά • | σταχτοτσικνιάδες • |