συνάθροιση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]συνάθροιση • (synáthroisi) f (plural συναθροίσεις)
Declension
[edit]Declension of συνάθροιση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | συνάθροιση • | συναθροίσεις • | |
genitive | συνάθροισης • | συναθροίσεων • | |
accusative | συνάθροιση • | συναθροίσεις • | |
vocative | συνάθροιση • | συναθροίσεις • | |
Older or formal genitive singular: συναθροίσεως • |
Synonyms
[edit]- σύναξη f (sýnaxi)
See also
[edit]- συναρμολόγηση f (synarmológisi, “assembly, assemblage”)