συνάνθρωπος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From συν- (syn-, “together, with”) + άνθρωπος (ánthropos, “man”).
Noun
[edit]συνάνθρωπος • (synánthropos) m (plural συνάνθρωποι)
Declension
[edit]Declension of συνάνθρωπος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνάνθρωπος • | συνάνθρωποι • |
genitive | συνανθρώπου • | συνανθρώπων • |
accusative | συνάνθρωπο • | συνανθρώπους • |
vocative | συνάνθρωπε • | συνάνθρωποι • |
Synonyms
[edit]- πλησίον m (plisíon)