τερματισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From τερματίζω (termatízo) + -ισμός (-ismós).
Noun
[edit]τερματισμός • (termatismós) m (plural τερματισμοί)
- final, terminating (used as a gerund), termination
- γραμμή τερματισμού ― grammí termatismoú ― finishing / finish line
Declension
[edit]Declension of τερματισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τερματισμός • | τερματισμοί • |
genitive | τερματισμού • | τερματισμών • |
accusative | τερματισμό • | τερματισμούς • |
vocative | τερματισμέ • | τερματισμοί • |