υπάκουος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]υπάκουος • (ypákouos) m (feminine υπάκουη, neuter υπάκουο)
Declension
[edit]Declension of υπάκουος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπάκουος • | υπάκουη • | υπάκουο • | υπάκουοι • | υπάκουες • | υπάκουα • |
genitive | υπάκουου • | υπάκουης • | υπάκουου • | υπάκουων • | υπάκουων • | υπάκουων • |
accusative | υπάκουο • | υπάκουη • | υπάκουο • | υπάκουους • | υπάκουες • | υπάκουα • |
vocative | υπάκουε • | υπάκουη • | υπάκουο • | υπάκουοι • | υπάκουες • | υπάκουα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπάκουος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπάκουος, etc.) |