υποκοριστικό
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]υποκοριστικό • (ypokoristikó)
- Accusative masculine singular form of υποκοριστικός (ypokoristikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of υποκοριστικός (ypokoristikós).
Noun
[edit]υποκοριστικό • (ypokoristikó) n (plural υποκοριστικά)
- (grammar) diminutive (may be strictly diminutive or in an emaotional diminution, also with ironic, derogatory senses)
- Οι Έλληνες χρησιμοποιούν πάρα πολλά υποκοριστικά όταν μιλούν. Όπως: "το απογεματάκι θα πιούμε το καφεδάκι μας και θα φάμε και γλυκάκια".
- Oi Éllines chrisimopoioún pára pollá ypokoristiká ótan miloún. Ópos: "to apogematáki tha pioúme to kafedáki mas kai tha fáme kai glykákia".
- The Greeks use plenty (very many) diminutives whey they speak. Like: "in the little-evening we shall drink our little coffee and we'll also eat little sweets.
- Examples:
- Antonym: μεγεθυντικό (megethyntikó) also, αυξητικό (afxitikó)
- note: The sense hypocoristic (“endearing”), as in Ancient Greek ὑποκοριστικός (hupokoristikós). 'In Modern Greek see χαϊδευτικό (chaïdeftikó) (name).
Declension
[edit]Declension of υποκοριστικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υποκοριστικό • | υποκοριστικά • |
genitive | υποκοριστικού • | υποκοριστικών • |
accusative | υποκοριστικό • | υποκοριστικά • |
vocative | υποκοριστικό • | υποκοριστικά • |
Derived terms
[edit]- δις (dis, “twice”) υποκοριστικό ("twice diminutive")
- Example:
- μισθός m (misthós, “salary”) > μισθούλης m (misthoúlis, “small sallary”) > μισθουλάκος m (misthoulákos, “tiny small salary”) Two diminutive suffixes, -ούλης (-oúlis) and -άκος (-ákos) are added to the main word, intensifying the diminutive ironic sense.
- Example:
Further reading
[edit]- υποκοριστικός, υποκοριστικό, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- υποκοριστικό - Charalambakis, Chistoforos et al. (2014) Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Christiko lexiko tis Neoellhnikis Glossas) [A Practical dictionary of Modern Greek language] (in Greek) Athens: Academy of Athens. (online since 2023 - abbreviations - symbols)
- υποκοριστικός, υποκοριστικό (& comments on diminutiva & hypocoristica) - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.
- υποκοριστικό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el