χαρακτηριστικός
Greek
Adjective
χαρακτηριστικός • (charaktiristikós) m (feminine χαρακτηριστική, neuter χαρακτηριστικό)
Declension
Declension of χαρακτηριστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χαρακτηριστικός • | χαρακτηριστική • | χαρακτηριστικό • | χαρακτηριστικοί • | χαρακτηριστικές • | χαρακτηριστικά • |
genitive | χαρακτηριστικού • | χαρακτηριστικής • | χαρακτηριστικού • | χαρακτηριστικών • | χαρακτηριστικών • | χαρακτηριστικών • |
accusative | χαρακτηριστικό • | χαρακτηριστική • | χαρακτηριστικό • | χαρακτηριστικούς • | χαρακτηριστικές • | χαρακτηριστικά • |
vocative | χαρακτηριστικέ • | χαρακτηριστική • | χαρακτηριστικό • | χαρακτηριστικοί • | χαρακτηριστικές • | χαρακτηριστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο χαρακτηριστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο χαρακτηριστικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Related terms
- χαρακτηριστική ομάδα f (charaktiristikí omáda, “functional group”)
- τεχνικά χαρακτηριστικά f pl (techniká charaktiristiká, “technical specifications”)