χαστούκισμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]χαστουκίζω (chastoukízo, “I slap”), stem χαστουκισ- + -μα (-ma)
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]χαστούκισμα • (chastoúkisma) n (plural χαστουκίσματα)
- slapping, smacking (the act of being given a smack or slap)
- Αυτό το χαστούκισμα δεν θα το ξεχάσει ποτέ.
- Aftó to chastoúkisma den tha to xechásei poté.
- He'll never forget that slap.
Declension
[edit]Declension of χαστούκισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χαστούκισμα • | χαστουκίσματα • |
genitive | χαστουκίσματος • | χαστουκισμάτων • |
accusative | χαστούκισμα • | χαστουκίσματα • |
vocative | χαστούκισμα • | χαστουκίσματα • |
Synonyms
[edit]- σφαλιάρισμα f (sfaliárisma, “slapping, smacking”)
Related terms
[edit]- see: χαστούκι n (chastoúki)