From χαστούκ(ι) ( chastoúk(i) , “ slap ” ) + -ίζω ( -ízo ) .
IPA (key ) : /xa.stuˈcizo/
Hyphenation: χα‧στου‧κί‧ζω
χαστουκίζω • (chastoukízo ) (past χαστούκισα , passive χαστουκίζομαι , p‑past χαστουκίστηκα , ppp χαστουκισμένος )
to smack , slap ( give a blow on the face with the open hand )
Θα σε χαστουκίσω αν μου ξαναβάλεις χέρι! ― Tha se chastoukíso an mou xanaváleis chéri! ― I'll slap you if you grope me again!
χαστουκίζω χαστουκίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
χαστουκίζω
χαστουκίσω
χαστουκίζομαι
χαστουκιστώ
2 sg
χαστουκίζεις
χαστουκίσεις
χαστουκίζεσαι
χαστουκιστείς
3 sg
χαστουκίζει
χαστουκίσει
χαστουκίζεται
χαστουκιστεί
1 pl
χαστουκίζουμε , [‑ομε ]
χαστουκίσουμε , [‑ομε ]
χαστουκιζόμαστε
χαστουκιστούμε
2 pl
χαστουκίζετε
χαστουκίσετε
χαστουκίζεστε , χαστουκιζόσαστε
χαστουκιστείτε
3 pl
χαστουκίζουν (ε )
χαστουκίσουν (ε )
χαστουκίζονται
χαστουκιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
χαστούκιζα
χαστούκισα
χαστουκιζόμουν (α )
χαστουκίστηκα
2 sg
χαστούκιζες
χαστούκισες
χαστουκιζόσουν (α )
χαστουκίστηκες
3 sg
χαστούκιζε
χαστούκισε
χαστουκιζόταν (ε )
χαστουκίστηκε
1 pl
χαστουκίζαμε
χαστουκίσαμε
χαστουκιζόμασταν , (‑όμαστε )
χαστουκιστήκαμε
2 pl
χαστουκίζατε
χαστουκίσατε
χαστουκιζόσασταν , (‑όσαστε )
χαστουκιστήκατε
3 pl
χαστούκιζαν , χαστουκίζαν (ε )
χαστούκισαν , χαστουκίσαν (ε )
χαστουκίζονταν , (χαστουκιζόντουσαν )
χαστουκίστηκαν , χαστουκιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα χαστουκίζω ➤
θα χαστουκίσω ➤
θα χαστουκίζομαι ➤
θα χαστουκιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα χαστουκίζεις , …
θα χαστουκίσεις , …
θα χαστουκίζεσαι , …
θα χαστουκιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … χαστουκίσει
έχω, έχεις, … χαστουκιστεί είμαι , είσαι , … χαστουκισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … χαστουκίσει
είχα, είχες, … χαστουκιστεί ήμουν , ήσουν , … χαστουκισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … χαστουκίσει
θα έχω, θα έχεις, … χαστουκιστεί θα είμαι, θα είσαι, … χαστουκισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
χαστούκιζε
χαστούκισε
—
χαστουκίσου
2 pl
χαστουκίζετε
χαστουκίστε
χαστουκίζεστε
χαστουκιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
χαστουκίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας χαστουκίσει ➤
χαστουκισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
χαστουκίσει
χαστουκιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.