ψυχιατρικός
Greek
Adjective
nopio=1Please see Module:checkparams for help with this warning.
ψυχιατρικός • (psychiatrikós) m (feminine ψυχιατρική, neuter ψυχιατρικό)
Declension
Declension of ψυχιατρικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ψυχιατρικός • | ψυχιατρική • | ψυχιατρικό • | ψυχιατρικοί • | ψυχιατρικές • | ψυχιατρικά • |
genitive | ψυχιατρικού • | ψυχιατρικής • | ψυχιατρικού • | ψυχιατρικών • | ψυχιατρικών • | ψυχιατρικών • |
accusative | ψυχιατρικό • | ψυχιατρική • | ψυχιατρικό • | ψυχιατρικούς • | ψυχιατρικές • | ψυχιατρικά • |
vocative | ψυχιατρικέ • | ψυχιατρική • | ψυχιατρικό • | ψυχιατρικοί • | ψυχιατρικές • | ψυχιατρικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ψυχιατρικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ψυχιατρικός, etc.) |