ηνωμένος
Greek
Adjective
ηνωμένος • (inoménos) m (feminine ηνωμένη, neuter ηνωμένο)
- united (use is usually restricted to the names of organisations and countries)
Declension
Declension of ηνωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηνωμένός • | ηνωμένή • | ηνωμένό • | ηνωμένοί • | ηνωμένές • | ηνωμένά • |
genitive | ηνωμένού • | ηνωμένής • | ηνωμένού • | ηνωμένών • | ηνωμένών • | ηνωμένών • |
accusative | ηνωμένό • | ηνωμένή • | ηνωμένό • | ηνωμένούς • | ηνωμένές • | ηνωμένά • |
vocative | ηνωμένέ • | ηνωμένή • | ηνωμένό • | ηνωμένοί • | ηνωμένές • | ηνωμένά • |
Derived terms
- Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα n pl (Inoména Araviká Emiráta, “United Arab Emirates”)
- Ηνωμένα Έθνη f (Inoména Éthni, “United Nations”)
- Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (Inoménes Politeíes Amerikís)
- Ηνωμένο Βασίλειο n (Inoméno Vasíleio, “United Kingdom”)