κραμπολάχανο
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- κραμβολάχανο n (kramvoláchano)
Noun
[edit]κραμπολάχανο • (krampoláchano) n (plural κραμπολάχανα)
Declension
[edit]Declension of κραμπολάχανο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κραμπολάχανο • | κραμπολάχανα • |
genitive | κραμπολάχανου • | κραμπολάχανων • |
accusative | κραμπολάχανο • | κραμπολάχανα • |
vocative | κραμπολάχανο • | κραμπολάχανα • |
Related terms
[edit]- λάχανο n (láchano, “cabbage”)
- κραμπόφυλλο n (krampófyllo, “cabbage leaf”)