ανάβαση
Greek
Noun
ανάβαση • (anávasi) f (plural αναβάσεις)
Declension
Declension of ανάβαση
Coordinate terms
- (ascent): ανάληψη f (análipsi, “ascension”)}}
Related terms
- αναβαθμίζω (anavathmízo, “to upgrade”)
- αναβάθμιση f (anaváthmisi, “promotion”)
- αναβαθμός m (anavathmós, “step, ramp”)
- αναβάθρα f (anaváthra, “upward slope”)
- ανάβαθρο n (anávathro, “staircase”)
- αναβαστάζω (anavastázo, “to hold up high”)
- αναβατήρας m (anavatíras, “lift, elevator”)
- αναβάτης m (anavátis, “horse rider”)
- αναβάτρια f (anavátria, “horse rider”)