πλαστός
Greek
Adjective
πλαστός • (plastós) m (feminine πλαστή, neuter πλαστό)
- invented, artificial
- Antonym: άπλαστος (áplastos)
- false, spurious, fictitious, counterfeit
Declension
Declension of πλαστός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πλαστός • | πλαστή • | πλαστό • | πλαστοί • | πλαστές • | πλαστά • |
genitive | πλαστού • | πλαστής • | πλαστού • | πλαστών • | πλαστών • | πλαστών • |
accusative | πλαστό • | πλαστή • | πλαστό • | πλαστούς • | πλαστές • | πλαστά • |
vocative | πλαστέ • | πλαστή • | πλαστό • | πλαστοί • | πλαστές • | πλαστά • |