γυναικεία περιτομή
Greek
[edit]Noun
[edit]γυναικεία περιτομή • (gynaikeía peritomí) f (plural γυναικείες περιτομές)
- (religion) female circumcision
- Coordinate term: ακρωτηριασμός γυναικείων γεννητικών οργάνων (akrotiriasmós gynaikeíon gennitikón orgánon)
Declension
[edit]- see: γυναικείος (gynaikeíos) and περιτομή (peritomí)