αναδενδράδα
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek ἀναδενδράς (anadendrás)
Noun
[edit]αναδενδράδα • (anadendráda) f (plural αναδενδράδες)
Declension
[edit]Declension of αναδενδράδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναδενδράδα • | αναδενδράδες • |
genitive | αναδενδράδας • | αναδενδράδων • |
accusative | αναδενδράδα • | αναδενδράδες • |
vocative | αναδενδράδα • | αναδενδράδες • |
Synonyms
[edit]- πέργκολα f (pérgkola)