απώλεια
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀπώλεια (apṓleia).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]απώλεια • (apóleia) f (plural απώλειες)
- loss (of an object)
- Όσο πιο σημαντική είναι η απώλεια, τόσο πιο έντονο είναι το πένθος.
- Óso pio simantikí eínai i apóleia, tóso pio éntono eínai to pénthos.
- The more significant the loss, the more intense the mourning.
Declension
[edit]Declension of απώλεια
Synonyms
[edit]- χάσιμο n (chásimo)
See also
[edit]- χάνω (cháno, “to lose, to misplace”)