πηδηγμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- πηδημένος (pidiménos)
Etymology
[edit]Perfect participle of πηδιέμαι (pidiémai), passive voice of πηδάω, πηδώ (“I jump, skip; fuck”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]πηδηγμένος • (pidigménos) m (feminine πηδηγμένη, neuter πηδηγμένο)
Declension
[edit]Declension of πηδηγμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πηδηγμένος • | πηδηγμένη • | πηδηγμένο • | πηδηγμένοι • | πηδηγμένες • | πηδηγμένα • |
genitive | πηδηγμένου • | πηδηγμένης • | πηδηγμένου • | πηδηγμένων • | πηδηγμένων • | πηδηγμένων • |
accusative | πηδηγμένο • | πηδηγμένη • | πηδηγμένο • | πηδηγμένους • | πηδηγμένες • | πηδηγμένα • |
vocative | πηδηγμένε • | πηδηγμένη • | πηδηγμένο • | πηδηγμένοι • | πηδηγμένες • | πηδηγμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πηδηγμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πηδηγμένος, etc.) |