στροφαλοφόρος άξονας
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Noun[edit]
στροφαλοφόρος άξονας • (strofalofóros áxonas) m (plural στροφαλοφόροι άξονες)
στροφαλοφόρος άξονας • (strofalofóros áxonas) m (plural στροφαλοφόροι άξονες)