Learned borrowing from Ancient Greek ἐπαναλαμβάνω , from ἐπανα- ( “ again ” ) + λαμβάνω ( “ receive ” ) . By surface analysis , επανα- ( epana- ) + λαμβάνω ( lamváno ) .
IPA (key ) : /epanalaɱˈvano/
Hyphenation: ε‧πα‧να‧λαμ‧βά‧νω
επαναλαμβάνω • (epanalamváno ) (past επανέλαβα , passive επαναλαμβάνομαι )
to repeat , do again
επαναλαμβάνω επαναλαμβάνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
επαναλαμβάνω
επαναλάβω
επαναλαμβάνομαι
επαναληφθώ
2 sg
επαναλαμβάνεις
επαναλάβεις
επαναλαμβάνεσαι
επαναληφθείς
3 sg
επαναλαμβάνει
επαναλάβει
επαναλαμβάνεται
επαναληφθεί
1 pl
επαναλαμβάνουμε , [‑ομε ]
επαναλάβουμε , [‑ομε ]
επαναλαμβανόμαστε
επαναληφθούμε
2 pl
επαναλαμβάνετε
επαναλάβετε
επαναλαμβάνεστε , επαναλαμβάνεσθε , (επαναλαμβανόσαστε )
επαναληφθείτε
3 pl
επαναλαμβάνουν (ε )
επαναλάβουν (ε )
επαναλαμβάνονται
επαναληφθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
επαναλάμβανα
επανέλαβα
επαναλαμβανόμουν (α )
επαναλήφθηκα
2 sg
επαναλάμβανες
επανέλαβες
επαναλαμβανόσουν (α )
επαναλήφθηκες
3 sg
επαναλάμβανε
επανέλαβε
επαναλαμβανόταν (ε )
επαναλήφθηκε , {επανελήφθη }
1 pl
επαναλαμβάναμε
επαναλάβαμε
επαναλαμβανόμασταν , (‑όμαστε )
επαναληφθήκαμε
2 pl
επαναλαμβάνατε
επαναλάβατε
επαναλαμβανόσασταν , (‑όσαστε )
επαναληφθήκατε
3 pl
επαναλάμβαναν , επαναλαμβάναν (ε )
επανέλαβαν , επαναλάβαν (ε )
επαναλαμβάνονταν , (επαναλαμβανόντουσαν )
επαναλήφθηκαν , επαναληφθήκανε , {επανελήφθησαν }
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα επαναλαμβάνω ➤
θα επαναλάβω ➤
θα επαναλαμβάνομαι ➤
θα επαναληφθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα επαναλαμβάνεις , …
θα επαναλάβεις , …
θα επαναλαμβάνεσαι , …
θα επαναληφθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … επαναλάβει
έχω, έχεις, … επαναληφθεί είμαι , είσαι , … επανειλημμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … επαναλάβει
είχα, είχες, … επαναληφθεί ήμουν , ήσουν , … επανειλημμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … επαναλάβει
θα έχω, θα έχεις, … επαναληφθεί θα είμαι, θα είσαι, … επανειλημμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
επαναλάμβανε
επανάλαβε
—
—
2 pl
επαναλαμβάνετε
επαναλάβετε
επαναλαμβάνεστε , επαναλαμβάνεσθε
επαναληφθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
επαναλαμβάνοντας ➤
επαναλαμβανόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας επαναλάβει ➤
{επανειλημμένος , ‑η, ‑o}4 ➤
Nonfinite form➤
επαναλάβει
επαναληφθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.