Jump to content

έρμα

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἕρμα

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈeɾ.ma/
  • Hyphenation: έρ‧μα

Noun

[edit]

έρμα (érman (plural έρματα)

  1. (nautical) ballast
    Synonym: σαβούρα (savoúra)
  2. (architecture) support, prop
  3. (figurative) principles

Declension

[edit]
singular plural
nominative έρμα (érma) έρματα (érmata)
genitive έρματος (érmatos) ερμάτων (ermáton)
accusative έρμα (érma) έρματα (érmata)
vocative έρμα (érma) έρματα (érmata)