αγκύλος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αγκύλος • (agkýlos) m (feminine αγκύλη, neuter αγκύλο)
Declension
[edit]Declension of αγκύλος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγκύλος • | αγκύλη • | αγκύλο • | αγκύλοι • | αγκύλες • | αγκύλα • |
genitive | αγκύλου • | αγκύλης • | αγκύλου • | αγκύλων • | αγκύλων • | αγκύλων • |
accusative | αγκύλο • | αγκύλη • | αγκύλο • | αγκύλους • | αγκύλες • | αγκύλα • |
vocative | αγκύλε • | αγκύλη • | αγκύλο • | αγκύλοι • | αγκύλες • | αγκύλα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγκύλος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγκύλος, etc.) |
Synonyms
[edit]Related terms
[edit]- αγκύλη f (agkýli, “curve, bend”)
- αγκύλωμα n (agkýloma, “prickle, sting”)
- αγκυλωματιά f (agkylomatiá, “prickle, sting”)
- αγκυλώνω (agkylóno, “to sting, prick”)
- αγκύλωση f (agkýlosi, “anchylosis”)
- αγκυλωτός (agkylotós, “crooked, prickly”)
- αγκυροβολώ (agkyrovoló, “to anchor”)
- see: αγκάθι n (agkáthi, “thorn, prickle”)
- and see: άγκιστρο n (ágkistro, “hook”)