αγωνιστικός
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀγωνιστικός
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αγωνιστικός • (agonistikós) m (feminine αγωνιστική, neuter αγωνιστικό)
- fighting, combative, competitive, fit for contest, debating, very active
- αγωνιστική διάθεση ― agonistikí diáthesi ― fighting spirit
Declension
[edit]Declension of αγωνιστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγωνιστικός • | αγωνιστική • | αγωνιστικό • | αγωνιστικοί • | αγωνιστικές • | αγωνιστικά • |
genitive | αγωνιστικού • | αγωνιστικής • | αγωνιστικού • | αγωνιστικών • | αγωνιστικών • | αγωνιστικών • |
accusative | αγωνιστικό • | αγωνιστική • | αγωνιστικό • | αγωνιστικούς • | αγωνιστικές • | αγωνιστικά • |
vocative | αγωνιστικέ • | αγωνιστική • | αγωνιστικό • | αγωνιστικοί • | αγωνιστικές • | αγωνιστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγωνιστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγωνιστικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Related terms
[edit]- αγωνιστής m (agonistís, “fighter”), αγωνίστρια f (agonístria)
- αγωνιστικά (agonistiká, “competitively”, adverb)
- αγωνιστικότητα f (agonistikótita, “combativeness”)
- and see: αγώνας m (agónas, “struggle, match”)
Further reading
[edit]- αγωνιστικός - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- αγωνιστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language