ακαταλόγιστο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ακαταλόγιστο • (akatalógisto) n (plural ακαταλόγιστα)
- irresponsibility
- Synonym: ανευθυνότητα (anefthynótita)
- (law) lack of responsibility owing to reduced intellectual capacity
Declension
[edit]Declension of ακαταλόγιστο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακαταλόγιστο • | ακαταλόγιστα • |
genitive | ακαταλόγιστου • | ακαταλόγιστων • |
accusative | ακαταλόγιστο • | ακαταλόγιστα • |
vocative | ακαταλόγιστο • | ακαταλόγιστα • |
Related terms
[edit]- ακαταλόγιστος (akatalógistos, “irresponsible”)