αμπελόβεργα
Greek
Noun
αμπελόβεργα • (ampelóverga) f (plural αμπελόβεργες)
Declension
Declension of αμπελόβεργα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αμπελόβεργα • | αμπελόβεργες • |
genitive | αμπελόβεργας • | αμπελοβεργών • |
accusative | αμπελόβεργα • | αμπελόβεργες • |
vocative | αμπελόβεργα • | αμπελόβεργες • |