αναθεματισμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of αναθεματίζομαι (anathematízomai), passive voice of αναθεματίζω (“to curse”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]αναθεματισμένος • (anathematisménos) m (feminine αναθεματισμένη, neuter αναθεματισμένο)
Declension
[edit]Declension of αναθεματισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναθεματισμένος • | αναθεματισμένη • | αναθεματισμένο • | αναθεματισμένοι • | αναθεματισμένες • | αναθεματισμένα • |
genitive | αναθεματισμένου • | αναθεματισμένης • | αναθεματισμένου • | αναθεματισμένων • | αναθεματισμένων • | αναθεματισμένων • |
accusative | αναθεματισμένο • | αναθεματισμένη • | αναθεματισμένο • | αναθεματισμένους • | αναθεματισμένες • | αναθεματισμένα • |
vocative | αναθεματισμένε • | αναθεματισμένη • | αναθεματισμένο • | αναθεματισμένοι • | αναθεματισμένες • | αναθεματισμένα • |
Related terms
[edit]- see: ανάθεμα n (anáthema, “anathema, curse”)
Further reading
[edit]- αναθεματισμένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language