αναμεταδότης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αναμεταδότης • (anametadótis) m (plural αναμεταδότες)
Declension
[edit]Declension of αναμεταδότης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναμεταδότης • | αναμεταδότες • |
genitive | αναμεταδότη • | αναμεταδοτών • |
accusative | αναμεταδότη • | αναμεταδότες • |
vocative | αναμεταδότη • | αναμεταδότες • |
Related terms
[edit]- see: μεταδίδω (metadído, “to transmit, to broadcast”)