ανεπιθύμητος
Greek
Etymology
Learnedly, from Hellenistic Koine Greek ἀνεπιθύμητος (anepithúmētos, “one without desire”). Synchronically anaslysable as αν- (an-, privative α-, αν-) + επιθυμητός (epithymitós, “desired, wanted”).[1]
Pronunciation
Adjective
ανεπιθύμητος • (anepithýmitos) m (feminine ανεπιθύμητη, neuter ανεπιθύμητο)
Declension
Declension of ανεπιθύμητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεπιθύμητος • | ανεπιθύμητη • | ανεπιθύμητο • | ανεπιθύμητοι • | ανεπιθύμητες • | ανεπιθύμητα • |
genitive | ανεπιθύμητου • | ανεπιθύμητης • | ανεπιθύμητου • | ανεπιθύμητων • | ανεπιθύμητων • | ανεπιθύμητων • |
accusative | ανεπιθύμητο • | ανεπιθύμητη • | ανεπιθύμητο • | ανεπιθύμητους • | ανεπιθύμητες • | ανεπιθύμητα • |
vocative | ανεπιθύμητε • | ανεπιθύμητη • | ανεπιθύμητο • | ανεπιθύμητοι • | ανεπιθύμητες • | ανεπιθύμητα • |
Synonyms
- δυσάρεστος (dysárestos, “unpleasant”)
Antonyms
- επιθυμητός (epithymitós, “wanted”)
Derived terms
- ανεπιθύμητο πρόσωπο (anepithýmito prósopo, “persona non grata”)
Related terms
References
- ^ ανεπιθύμητος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language