επιθυμητός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]επιθυμητός • (epithymitós) m (feminine επιθυμητή, neuter επιθυμητό)
Declension
[edit]Declension of επιθυμητός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιθυμητός • | επιθυμητή • | επιθυμητό • | επιθυμητοί • | επιθυμητές • | επιθυμητά • |
genitive | επιθυμητού • | επιθυμητής • | επιθυμητού • | επιθυμητών • | επιθυμητών • | επιθυμητών • |
accusative | επιθυμητό • | επιθυμητή • | επιθυμητό • | επιθυμητούς • | επιθυμητές • | επιθυμητά • |
vocative | επιθυμητέ • | επιθυμητή • | επιθυμητό • | επιθυμητοί • | επιθυμητές • | επιθυμητά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιθυμητός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιθυμητός, etc.) |
Antonyms
[edit]- ανεπιθύμητος (anepithýmitos, “unwanted”)