αντικειμενοστρεφής

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From αντικείμενο (antikeímeno, object) +‎ στρέφω (stréfo, to direct).

Adjective

[edit]

αντικειμενοστρεφής (antikeimenostrefísm (feminine αντικειμενοστρεφής, neuter αντικειμενοστρεφές)

  1. (computing) object-oriented

Declension

[edit]

Derived terms

[edit]