προγραμματισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]προγραμματισμός • (programmatismós) m (plural προγραμματισμοί)
Declension
[edit]Declension of προγραμματισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προγραμματισμός • | προγραμματισμοί • |
genitive | προγραμματισμού • | προγραμματισμών • |
accusative | προγραμματισμό • | προγραμματισμούς • |
vocative | προγραμματισμέ • | προγραμματισμοί • |
Derived terms
[edit]- γλώσσα προγραμματισμού f (glóssa programmatismoú, “programming language”)
- αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός m (antikeimenostrefís programmatismós, “object-oriented programming”)
Further reading
[edit]- προγραμματισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el