αποπεράτωση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αποπεράτωση • (apoperátosi) f (plural αποπερατώσεις)
- completion, finishing, concluding (action)
- completion, finish, conclusion (result of action)
Declension
[edit]Declension of αποπεράτωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αποπεράτωση • | αποπερατώσεις • | |
genitive | αποπεράτωσης • | αποπερατώσεων • | |
accusative | αποπεράτωση • | αποπερατώσεις • | |
vocative | αποπεράτωση • | αποπερατώσεις • | |
Older or formal genitive singular: αποπερατώσεως • |
Related terms
[edit]- αποπερατώνω (apoperatóno, “to finish”)
Further reading
[edit]- αποπεράτωση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language