αρτοσκεύασμα
Greek
Noun
αρτοσκεύασμα • (artoskévasma) n (plural αρτοσκευάσματα)
Declension
Declension of αρτοσκεύασμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρτοσκεύασμα • | αρτοσκευάσματα • |
genitive | αρτοσκευάσματος • | αρτοσκευασμάτων • |
accusative | αρτοσκεύασμα • | αρτοσκευάσματα • |
vocative | αρτοσκεύασμα • | αρτοσκευάσματα • |