διαιρεμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- διηρημένος (diiriménos) (very formal)
Etymology
[edit]Perfect participle of διαιρούμαι (diairoúmai), passive voice of διαιρώ (“divide”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]διαιρεμένος • (diaireménos) m (feminine διαιρεμένη, neuter διαιρεμένο)
Declension
[edit]Declension of διαιρεμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαιρεμένος • | διαιρεμένη • | διαιρεμένο • | διαιρεμένοι • | διαιρεμένες • | διαιρεμένα • |
genitive | διαιρεμένου • | διαιρεμένης • | διαιρεμένου • | διαιρεμένων • | διαιρεμένων • | διαιρεμένων • |
accusative | διαιρεμένο • | διαιρεμένη • | διαιρεμένο • | διαιρεμένους • | διαιρεμένες • | διαιρεμένα • |
vocative | διαιρεμένε • | διαιρεμένη • | διαιρεμένο • | διαιρεμένοι • | διαιρεμένες • | διαιρεμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαιρεμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαιρεμένος, etc.) |