διαιρούμαι
Jump to navigation
Jump to search
See also: διαιροῦμαι and διαιρούμε
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]διαιρούμαι • (diairoúmai) passive (past διαιρέθηκα, ppp διαιρεμένος / διηρημένος, active διαιρώ)
- to be divided, be disunited
- H Kρήτη διαιρείται σε τέσσερις νομούς.
- H Kríti diaireítai se tésseris nomoús.
- Crete is divided into four nomes.
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form